- φλαβόνες
- οι, Ν(βιοχ.) ομάδα φλαβονοειδών φυτικών χρωστικών που απαντούν ως ωχροκίτρινες ή άχροες βελόνες, αδιάλυτες στο νερό, με σημείο τήξης τους 100 °C.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. flavones].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλαβονοειδή — τα, Ν 1. (βιοχ.) ομάδα μη αζωτούχων βιολογικών χρωστικών, βιοχρωμάτων, που απαντούν κατά κύριο λόγο στα φυτά και σε πολύ μικρότερο βαθμό στα ζώα και στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανθοκυανίνες, οι φλαβανόνες, οι κατεχίνες, οι φλαβανόλες, οι… … Dictionary of Greek